- νοολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοολογία («νοολογικές μελέτες»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. noological (< νοολογία + -ικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.